- κάμπτω
- (AM κάμπτω)1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω2. μέσ. κάμπτομαιλυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι, κάνω στροφή, παρέρχομαι ένα σημείο κάνοντας στροφή γύρω από αυτό, παραλλάσσω, κν., για πλοίο, καβαντζάρω (α. «το πλοίο έκαμψε το ακρωτήριο» β. «έκαμψε ανατολικά»)4. (μέσ. και παθ.) καταβάλλομαι ψυχικά ή σωματικά, νικιέμαι, εξαντλούμαι, λυγίζω, δεν αντέχω5. (ενεργ. και μέσ.) αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι, έρχομαι στη γνώμη ή στη σκέψη άλλου, μεταστρέφομαι («ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις [ή: κάμπτη] φρενῶν» — έρχεσαι κοντά στη γνώμη μου, ασπάζεσαι τις σκέψεις μου, Ευρ.)6. (μέσ. και παθ.) μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποκύπτω, υποτάσσομαι (α. «οι γονείς κάμφθηκαν από τις παρακλήσεις τού παιδιού» β. «ἐπειδή δέ σοῡ ἀκούω, κάμπτομαι», Πλάτ.)αρχ.1. στις αρματοδρομίες, στρέφω τα άλογα τού άρματος γύρω από τη νύσσα*, από τον καμπτήρα* τού ιπποδρόμου2. (μτβ.) μτφ. καταβάλλω, ταπεινώνω κάποιον ή κάτι, τον κάνω να λυγίσει (α. «ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν», Πίνδ.β. «έκαμψαν την αντίσταση τού εχθρού»)3. παθ. εκτρέπομαι, παρασύρομαι, ξεφεύγω από τον καλό δρόμο, περιπλέκομαι σε πράξη όχι ενάρετη («ἐπὶ τὸ ψεῡδος τρεπόμενοι πολλὰ κάμπτονται», Πλάτ.)4. μουσ. κάνω στροφή, αιφνίδια μεταβολή τής μελωδίας5. φρ. α) «κάμπτω βίον» — κάνω την έσχατη στροφή τού βίου μου, βρίσκομαι στο τέλος τής ζωής, πλησιάζω στον θάνατο (Σοφ.)β) «κάμπτω γόνυ» και απλώς «κάμπτω»(για πρόσ.) i) λυγίζω τα γόνατα για να καθήσω, κάθομαι, αναπαύομαιii) πλαγιάζω («πᾴ στώ... πᾴ κάμψω;», Ευρ.)iii) γονυπετώ προσευχόμενος, δέομαι γονυκλινής, προσκυνώ, εκδηλώνω λατρεία σε θεόγ) «πάλιν κάμπτω» — γυρίζω πίσω, στρέφομαι πίσωδ) «ἡ κεκαμμένη (ενν. γραμμή)» — η μη ευθεία γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. καμπ- τού ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kam-p- «κάμπτω» και συνδέεται με το λεττον. kampis «στρογγυλό ξύλο», το λιθουαν. kampas «γωνία, καμπυλωτό ξύλο» και το γοτθ. hamfs «ανάπηρος». Υπάρχουν ορισμένοι άλλοι τ. με φωνήεν (φωνηεντικό ημίφωνο) -κ-, που εμφανίζουν πιθ. τη συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας, όπως το αρχ. ινδ. kumpa- «ανάπηρος στο χέρι», το λιθουαν. kumpas «καμπύλος» και το λεττον. ρ. kumpt «κάμπτομαι». Η σύνδεση τους όμως με το κάμπτω δεν είναι ασφαλής. Ως α' συνθετικό, το ρ. εμφανίζεται και με τις μορφές καμπεσι- και καμψι- δημιουργώντας σύνθετα τού τύπου τερψί-μβροτος*. Παράγωγά του πέρασαν ως δάνεια σε άλλες γλώσσες και κατόπιν επανήλθαν με άλλη σημασία και μορφή στην ελλ. ως αντιδάνεια (βλ. λ. γάμπα, καμπούρης).ΠΑΡ. καμπή, καμπτήρ(ας), καμπτός, καμπύλος, κάμψιςαρχ.καμπτή, κάμπτρον, καμψός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καμπεσίγουνος, καμπεσίγυιος, καμψιδίαυλος, καμψίουρος, καμψίπους, καμψόδυνος. (Β' συνθετικό) ανακάμπτω, επανακάμπτω, παρακάμπτω, συγκάμπτω, υπερκάμπτωαρχ.αποκάμπτω, διακάμπτω, εγκάμπτω, επικάμπτω, επισυγκάμπτω, κατακάμπτω, παρεγκάμπτω, περικάμπτω, προοανακάμπτω, συνανακάμπτω, υποκάμπτωνεοελλ.υπερκάμπτω].
Dictionary of Greek. 2013.